επιπροστίθημι

επιπροστίθημι
ἐπιπροστίθημι (AM)
προσθέτω επί πλέον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επιπροσθέτησις — ἐπιπροσθέτησις, ἡ (Α) [επιπροστίθημι] 1. τοποθέτηση μπροστά σε κάτι, απόκρυψη κάποιου πράγματος με παρεμβολή («ἔκλειψις ἡλίου... κατ’ ἐπιπροσθέτησιν ἄλλων τινῶν, ἤ γῆς», Επίκουρ.) 2. είδος επιδέσμου …   Dictionary of Greek

  • τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”